κοντούλα

κοντούλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοντούλα" в других словарях:

  • κοντούλα — η βλ. κοντούλης …   Dictionary of Greek

  • κοντοποδαρούσα — η εκλεκτή ποικιλία τής αχλαδιάς και τού καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κοντο πόδαρος* με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθο μαλλ ούσα, χαμηλο βλεπ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • κοντούλης — α, ικο 1. κάπως κοντός, κοντούτσικος 2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και τού καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούλης] …   Dictionary of Greek

  • κοντοποδαρούσα — η ποικιλία αχλαδιού με κοντό και χοντρό μίσχο, κοντούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»